- μεταχειρίζεται
- μεταχειρίζομαιtake in handpres ind mp 3rd sgμεταχειρίζωtake in handpres ind mp 3rd sgμεταχειρίζωtake in handpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… … Dictionary of Greek
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek
ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… … Dictionary of Greek
въроучати — ВЪРОУЧА|ТИ (2*), Ю, ѤТЬ гл. Передавать: въспитавъ же сѩ тако и наѹчивъ. ˫ако же подоба и нынѣ. им же и люде(м) строителе(м) быти. и великое х(с)во тѣло вручати. по великому б҃ью свѣту же и проповѣда(н)ю. (μεταχειρίζεσθαι) ГБ XIV, 179г; сии паче… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CHATRAMITIS — regio iuxta mare rubrum. Strabo, l. 15. Χατραμὶς Dionysio dicitur. Incolae Artemidoro Atramotitae. Chatramotitae Stephano. Chatramotae Uranio. Chatrimmitae et Chatrimmititae Ptolemaeo. Nec ab his divetsi Atranutae, vel Adramtitae, quamvis… … Hofmann J. Lexicon universale
OCULOS atque aures — ex pretiosa materia effictos, eosque certis ritibus consecratos ac Diis dedicatos et sic in horum Templis asservatos ab Aegyptiis, narrat Clemens Alexandrinus l. 5. Strom. quibus tacite ait signisicatum, Deum omnia videre atque audive. Certe… … Hofmann J. Lexicon universale
αιμυλομήτης — αἱμυλομήτης ( ου), ο (Α) αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμύλος* + μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»] … Dictionary of Greek
ακριβολόγος — ο, η (Α ἀκριβολόγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί 2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα αρχ. αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αμεταχείριστος — η, ο (Α ἀμεταχείριστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν τόν μεταχειρίζεται ή δεν τόν μεταχειρίστηκε ακόμη κανείς, αχρησιμοποίητος, ολοκαίνουργιος αρχ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, να τόν χρησιμοποιήσει, άχρηστος, δύσχρηστος.… … Dictionary of Greek
αντιλαβή — Όρος που αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πρόκειται για τη μορφή της στιχομυθίας που δεν αναπτύσσεται με τη διαδοχή ακέραιων στίχων αλλά ημιστιχίων. Η επινόηση αυτή χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση της συγκινησιακής έντασης ή του… … Dictionary of Greek